- συμμαθητεύω
- Νείμαι συμμαθητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμαθητής. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμαθητεία — η, Ν [συμμαθητεύω] 1. η ιδιότητα τού συμμαθητή, το να είναι κανείς συμμαθητής κάποιου 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς συμμαθητής κάποιου … Dictionary of Greek